διακοντίζω
1 intr. en v. med. competir con la jabalina
διατοξευσόμενος ἢ διακοντιούμενος ἀπὸ τῶν ἵππωνX.Cyr.1.4.4,
διακοντιζομένων ἔτι πόρρωθεν τῶν ταγμάτων ἑκατέρωνI.BI 5.312, cf. 4.200, Poll.1.175, Synes.Regn.25
•c. dat. de pers.
τῷ ... παιδαγωγῷThphr.Char.27.13.
2 tr. en v. act. traspasar con un dardo
ΚάρνονOenom.4.3.