Διονῡσιοπηγᾰνόδωρος Διονύσιος Διονυσιοφόροι Διονυσίσκος Διονυσοβολεῖται Διονυσοδότης Διονυσόδοτος Διονυσόδωρος Διονυσοκλῆς Διονυσοκόλακες †Διονῡσοκουρῶνοι Διονυσομανέω Διονυσονυμφάς Διονυσοπλάτων Διονῡσοποιητής Διονυσόπολις Διονυσοπολίτης Διόνῡσος Διονυσοτροφικός Διονυσοφάνης δίοξος διόπαι Διόπαις Διόπαν Διοπάτρη Διοπείθης Διόπεμπτος διόπερ διοπετής Διοπεύς διοπεύω Διόπη Διοπίτης Διοπλήθης †διοπλῆκτα· διοπλήξ διοπλίζομαι διοποβάλσαμον Διοπολ- διοπομπέομαι διοπομπή· διοπόμπησις διόπομπος Διόπομπος δίοπος διοπτάω διοπτεία διόπτευσις διοπτευτήριον διοπτεύω διοπτήρ διόπτης διοπτικός διόπτιον δίοπτος διόπτρα διοπτρεία διοπτρίζω διοπτρικός διόπτριον διόπτρισις διοπτρισμός διοπτρίτης δίοπτρον *ΔιϜοπύκτᾱς διοπωπεύς διοπωπεύω διορ- διορατέον