< Διονυσόδωρος
Διονυσοκόλακες >
Διονυσοκλῆς
,
-έους, ὁ
Dionisocles
1
de Tralles, orador Str.14.1.42.
2
médico y dipnosofista, Ath.96d, 116d, 118d.