δενδροφόρος
ἀρχιδενδροφόρος
ἀεροφόρος
αἰθεροφόρος
ἀρχιμαχαιροφόρος
εἰροφόρος
αἰγειροφόρος
ἐκεχειροφόρος
δοροφόρος
βιρροφόρος
ἀστροφόρος
ἀλᾰβαστροφόρος
γαστροφόρος
ἁλμυροφόρος
δουροφόρος
ἀφροφόρος
ἐλαφροφόρος
διφροφόρος
δωροφόρος
δροσοφόρος
διαδηματοφόρος
ἀγαλματοφόρος
γραμματοφόρος
δερματοφόρος
ἀρωματοφόρος
ἀκρατοφόρος
δορᾰτοφόρος
ἀετοφόρος
ἀρρητοφόρος
βαιτοφόρος
γᾰλακτοφόρος
γλα<κ>τοφόρος
ἀσφαλτοφόρος
ἀκοντοφόρος
δρᾰκοντοφόρος
βροτοφόρος
ἀρτοφόρος
ἀρχιπαστοφόρος
γλωττοφόρος
βρυοφόρος
δρυοφόρος
βοτρυοφόρος
δικτυοφόρος·
γροσφοφόρος
ἀπύρφορος
†ἐασφόρος·
γερασφόρος
ἀνθεσφόρος
ἀκεσφόρος
ἐγχεσφόρος
εἴσφορος
ἀνείσφορος
ἀσυνείσφορος
Ἀοσφόρος
ἀπρόσφορος
δυσπρόσφορος
ἐναρσφόρος
Ἐναρσφόρος
δύσφορος
Ἀωσφόρος
γλυκυφόρος
δορῠφόρος
Δορυφόρος
γεωφόρος
ἀνώφορος
βοωφόρος
ἄχορος
ἀγέχορος
Βακχέχορος
ἀρχέχορος
ἀναξίχορος