δορᾰτοφόρος, -ον
que lleva lanza
Βρόμιε δορατοφόρ'ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25,
(τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεταιAscl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.
Βρόμιε δορατοφόρ'ref. a Ares Lyr.Adesp.109 (b), cf. LXX 1Pa.12.25,
(τὸ μὲν εἶδος ἱππικῆς) δορατοφόρον ... προσαγορεύεταιAscl.Tact.1.3, cf. Arr.Tact.4.2.