< ἀεροφόρητος
ἀεροφυής >
ἀεροφόρος
,
-ον
llevado por el aire
θεοί
Porph.
Fr
.354.59 (var. =
ἀ. πνεύματα
Sud.s.u.
Ζεύς
, cf. ἀεροπόρος).