< *ἈκοντορϜός
ἀκόντως >
ἀκοντοφόρος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
portador de jabalina
plu.
ἄνδρες
Nonn.
D
.20.148,
μαχηταί
Nonn.
D
.17.105.