δοροφόρος, -ου, ὁ
• Alolema(s): δουροφόρος Orac.Sib.11.193
guardia de corps, guardia personal
ὑπὸ δουροφόρου κακοβούλουOrac.Sib.l.c.
•imper. pretoriano
τοῖς δοροφόροις ἀργύριον ἔδωκενD.C.Epit.Xiph.154.7, cf. δορυφόρος.
ὑπὸ δουροφόρου κακοβούλουOrac.Sib.l.c.
τοῖς δοροφόροις ἀργύριον ἔδωκενD.C.Epit.Xiph.154.7, cf. δορυφόρος.