< γλωττοποιός
γλῶχες >
γλωττοφόρος
,
-ον
que tiene lengua
,
que habla
πάντα ἡμῖν ὡς ἐν βιβλίῳ τινὶ γλωττοφόρῳ διὰ χρωμάτων τεχνουργησάμενος
Gr.Nyss.
Thdr
.63.10.