< δροσοφορία
δροσόω >
δροσοφόρος
,
-ον
1
lleno de rocío
πόκε δροσοφόρε τοῦ Γεδεών
de la Virgen
, Ephr.Syr.3.529F.
2
que trae el rocío
ἄγγελος
Ast.Soph.
Hom
.4.11.