ἀπρόσφορος, -ον
I
τὰς Ἐχίνας λιπὼν νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρουςE.IA 287.
2 inapropiado
ἀπρόσφοροι δὲ καὶ οἱ πρὸ τῶν παροξυσμῶν ἱδρωτικοίHerod.Med. en Orib.10.18.6,
μέτροιAn.Ox.3.330, cf. Hsch.α 6857
•incompetente
δικαστήςCod.Iust.3.1.12.2, 7.51.5.1.
II adv. -ως de forma inapropiada
ἀ. τοῦτο εἴρηκενSteph.in Hp.1.223.