< ἀκεσφορίη
Ἀκεσώ >
ἀκεσφόρος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
que trae la curación
c. gen. obj.
νόσων
E.
Io
1005,
ἄμπελος
Astyd.6.