< Διαδημάτος
Διάδης >
διαδηματοφόρος
,
-ον
ornado con la diadema real
Πτολεμαῖος ... καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένος
Plu.
Ant
.54, cf. Max.
Epit
.109.25.