< ἀναξιφόρμιγξ
Ἀναξίων >
ἀναξίχορος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰναξῐ-]
señora de la danza
prob. epít. de las Musas
ἀν]αξίχοροι
B.
Fr
.65(a).11.