< ἁλμῠρότης
ἁλμυρόω >
ἁλμυροφόρος
,
-ον
salobre
πηγαί
Chrys.
Hom.in Ps
.115.1-3 (p.357.13),
θάλασσα
Seuerian.
Fic
.M.59.590.