< δρᾰκοντοφόνος
δρᾰκοντόφρουρος >
δρᾰκοντοφόρος
,
-ον
1
que lleva serpientes
κόμαι
Nonn.
D
.25.221 (var.).
2
subst. ὁ δ.
draconarius
,
portaestandarte
Lyd.
Mag
.1.46.