γραμματοφόρος, -ου, ὁ
• Alolema(s): frec. γραμματηφ- (esp. pap.)
I
γραμματοφόρον εἰσήγαγονPlb.1.79.9,
ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρουςPlb.2.61.4,
ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ.TAM 3.2.20 (Termeso II a.C.),
ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούςPlu.Pel.10,
ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζονταςLuc.Rh.Pr.5,
παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ.Vit.Aesop.G 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.Galb.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.AI 11.318.
2 esp. biz. cartero, correo del servicio postal urgente, esp. fluvial
ἁλιαδίτης ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμουPFlor.39.6 (IV d.C.) en BL 1.138, cf. PSI 1108.8 (IV d.C.), POxy.3623.8 (IV d.C.),
ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίανPBeatty Panop.1.61 (IV d.C.),
οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροιPBeatty Panop.1.253 (IV d.C.).
II adj.
1 portador de la carta, que lleva la carta, o más bien esta carta
οἱ γραμματηφόροι γεωργοίPLond.1073.1 (VI d.C.),
γ. ἀνήρPMasp.194.5 (VI d.C.),
μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό]ςPOxy.1839.1 (VI d.C.),
τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτουPOxy.1858.3 (VI/VII d.C.)
•subst.
Ἑλλάδιος ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρουPMasp.194.3 (VI d.C.), tb. fem.
ἡ γ.Stud.Pal.20.212.1 (VI/VII d.C.).
2 del servicio de correos, postal
ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμουlanchas o falúas correo del cursus velox, POxy.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).