< Δρυοῦσσα
δρυόφρακτος >
δρυοφόρος
,
-ον
• Grafía:
graf. δροιο-
IG
10(2).1.260C.11 (III d.C.)
portador de ramas de roble
ὁ Δροιοφόρων θίασος
IG
l.c.