< ἀρχιμάρτυς
ἀρχιμάχιμος >
ἀρχιμαχαιροφόρος
,
-ου, ὁ
• Grafía:
graf. -μ[α]χερ-
jefe de la guardia armada
,
PMich
.656.6 (I d.C.).