ἀντίμολπος ἀγλαόμολπος αἰολόμολπος δύσκαμπος γεμπός· ἄκομπος ἀφιλόκομπος δημοκόμπος βᾰρύκομπος ἀναπομπός δυσπαράπομπος διόπομπος Διόπομπος Ἀνδρόπομπος βουπομπός 1 ἄοπος 2 ἄοπος Βοπός δίοπος ἀδίοπος Ἀγρίοπος Δερρίοπος Δευρίοπος Δουρίοπος ἄκοπος διάκοπος ἀδιάκοπος ἀγνάκοπος ἔγκοπος δρυηκόπος ἀνεπίκοπος· ἀμφίκοπος ἔκκοπος ἕλκοπος ἐλεοκόπος δ[ανειο]κόπος βωλοκόπος ἀβωλόκοπος δημοκόπος ἀμνοκόπος· δοξοκόπος ἀπόκοπος δενδροκόπος ἀπρόκοπος δυσπρόκοπος ἀργῠροκόπος δωροκόπος ἀρτοκόπος δρυοκόπος γυψοκόπος ἄσκοπος ἀδιάσκοπος βουβωνιασκόπος δικάσκοπος ἀκατάσκοπος ἀρχέσκοπος ἀρχιεπίσκοπος ἀνεπίσκοπος ἀλλοτριοεπίσκοπος ἀντεπίσκοπος αὐτεπίσκοπος ἀρχεπίσκοπος ἀπερίσκοπος ἀλαοσκόπος βᾰτῐδοσκόπος βαλαντιοσκόπος αἰολόσκοπος βοοσκόπος ἀπόσκοπος ἀεροσκόπος