< ἀκόμπαστος
ἀκόμψευτος >
ἄκομπος
,
-ον
que no se jacta
ἀνήρ
A.
Th
.554,
ἄκομπα ἀλοιδόρητα
sin jactancias ni insultos
S.
Fr
.210.10 (ap.crít.).