< ἀρχεσίμολπος
ἀρχέσπερος >
ἀρχέσκοπος
,
-ου, ὁ
tít. de una jerarquía religiosa
οἱ ἀρχέσκοποι Ἀθηνᾷ Πολιάδι
IG
9(2).1322.1 (Halmiro IV a.C.).