ἀδιάκοπος, -ον


1 no interrumpido, ininterrumpido χάρακες Aristeas 139, συνέχεια Herod.Med. en Orib.7.8.4, γένεσις Phlp.Aet.99.21, αὔξησις Procl.in Ti.1.120.25, λόγος Ph.1.81, διάνοια Porph.Plot.8.

2 adv. -ως ininterrumpidamente Hero Def.142.1, Vlp.Sch.D.18.328D., Steph.in Hp.Progn.170.14.