βωλοκόπος, -ου, ὁ
el que trabaja la tierra, destripaterrones
Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώςCratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.Ep.125, Gloss.2.260, 3.261.
Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώςCratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.Ep.125, Gloss.2.260, 3.261.