< ἐκκοπίς
ἐκκοπρίζω >
ἔκκοπος
,
-ον
cansado
ἔκκοπόν με ἐποίησας
Thd.
Is
.43.24, c. dat.
ταῖς πράξεσιν
Cat.Cod.Astr
.8(1).184.32, cf. Dam.
Fr
.382.