ἀκατάσκοπος, -ον
1 poco claro, oscuro
σχῆμαClem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto
δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπονCyr.Al.M.70.1401A.
σχῆμαClem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπονCyr.Al.M.70.1401A.