ἀλλοτριοεπίσκοπος, -ον
• Grafía: graf. ἀλλοτριε- 1Ep.Petr.4.15


entrometido, intrigante ἐκκήρυκτος τῇ θεολογίᾳ πᾶς ὁ ἀ. Dion.Ar.Ep.M.3.1089C, cf. Epiph.Const.Anc.12.