ἔγκοπος, -ον
I
ἴχνοςAP 6.33 (Maec.),
ἔγκοπον ποιήσετε ψυχήν μουLXX Ib.19.2,
ἔγκοπον ἐποίησά σεLXX Is.43.23.
2 fatigoso
λόγοιLXX Ec.1.8,
βίοςAth.Al.M.27.225B,
ὁδόςBasil.M.29.444B, Sch.Hes.Th.993a.
II adv. -ως fatigosamente
μαν]θάν[εινPhld.Rh.2.51Aur.