δημοκόπος, -ου, ὁ
captador del favor popular, demagogo
ἀρέσαντες ἀνθρώπ[οις] μεγαλοπλούτοις καὶ δυν[α]στευτικοῖς ἢ καὶ δημοκό[ποιςPhld.Adul.5.4G.,
δ. καὶ πονηρόςD.H.5.65, cf. 6.27, 7.15,
τῶν δὲ δημοκόπων ἀνασειόντων τὰ πλήθηD.S.18.10,
δ. καὶ δημηγόροςPh.2.47,
Διονύσιοι δημοκόποιPh.2.520,
γνώμη ... ἦν ... Τερεντίου δ', οἷα δημοκόπουApp.Hann.18.