< ἀφιλοκομπία
ἀφιλόλογος >
ἀφιλόκομπος
,
-ον
que no ama la ostentación
,
enemigo de la arrogancia
ἀφιλόκομπον δὲ τὸ θεῖον ἀεί
Cyr.Al.M.69.589B,
ὡς ἀ. τοῦτο εἶπε
Ammon.
Io
.380.