< ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος >
ἀνεπίσκοπος
,
-ον
que no tiene pastor
u
obispo
ποιμνίον
Gr.Naz.M.36.460A
•
glos. a ἀνεπιστάτητον
Hsch.