ᾀσμός
ἀασμός
βασμός
ἀναβασμός
διαβιβασμός
ἀναβιβασμός
ἐκβιβασμός
ἐμβιβασμός
ἀντεμβιβασμός
ἀποσυμβιβασμός
ἀποβιβασμός
ἀκριβασμός
ἐξακριβασμός
ἀνδροβασμός
αὐγασμός
διαυγασμός
ἀπαυγασμός
δασμός
ἄδασμος
ἀναδασμός
διασκεδασμός
ἀΐδασμος
ἀείδασμος
ἀποδασμός
ἐνθεασμός
δελεασμός
ἐκλεασμός
†ἐνεασμός·
ἐκνεασμός
βιασμός
ἐκβιασμός
ἁγιασμός
αὐτοαγιασμός
ἀξουγγιασμός
ἀφυγιασμός
αὐθαδιασμός
αὐτοσχεδιασμός
ἀκηδιασμός
εἰσοδιασμός
ἀπευδιασμός
αἱμωδιασμός
ἐκθειασμός
ἐνθειασμός
ἀποσκιασμός
ἀνακοιλιασμός
ἀγαλλιασμός
βουκολιασμός
ἀνακογχῠλιασμός
ἀσκωλιασμός
ἀφηνιασμός
δαιμονιασμός
ἐνυπνιασμός
ἀναποτνιασμός
γωνιασμός
Ἀδωνιασμός
ἐνδοιασμός
γελοιασμός
ἀσκληπιασμός
ἐκπιασμός
ἀποτροπιασμός
ἀκρωτηριασμός
ἀκροχειριασμός
ἀροτριασμός
ἀμφουριασμός
ἐνεχυριασμός
δεκαπλασιασμός
δωδεκαπλασιασμός
ἑκατονταπλασιασμός
διπλασιασμός
ἀναδιπλασιασμός
ἐκκλησιασμός