< ἐξακριβάζω
ἐξακριβολογέομαι >
ἐξακριβασμός
,
-οῦ, ὁ
observancia
τῶν κατὰ τὴν ἀλήθειαν ... ἐπιζητουμένων
Hippol.
Chron
.19.