< αὐθάδης
αὐθαδίζομαι >
αὐθαδιασμός
,
-οῦ, ὁ
arrogancia
κόμπος ... καὶ αὐ. οὗτος τῆς διδασκαλίας ὁ τρόπος
Chrys.M.57.328, cf. 245.