< ἐκπίασμα
ἐκπιαστήρ >
ἐκπιασμός
,
-οῦ, ὁ
compresión
,
estrujamiento
τῶν τοιούτων σωμάτων
ref. a corpúsculos celestes, Epicur.
Ep
.[3] 101.