< ἐνθεατής
ἔνθεμα >
ἐνθειασμός
,
-οῦ, ὁ
entusiasmo
,
situación de trance
δαίμονες μανίας τε καὶ ἐνθειασμοῦ ... ἐμποιητικοί
Sch.Ar.
V
.8b.