< αἱμωδία
αἱμωδιάω >
αἱμωδιασμός
,
-οῦ, ὁ
dentera
,
grima
Origenes M.13.816C, c. gen.
αἱ. ὀδόντων
Hsch.s.u.
γομφιασμόν
.