διαβιβασμός, -οῦ, ὁ
gram. transición de la acción del verbo a otras pers. o cosas
αἱ πλάγιοι σύνταξιν ποιοῦνται ἐν διαβιβασμῷ προσώπων πρὸς τὴν εὐθεῖανA.D.Pron.113.21.
αἱ πλάγιοι σύνταξιν ποιοῦνται ἐν διαβιβασμῷ προσώπων πρὸς τὴν εὐθεῖανA.D.Pron.113.21.