< ἀνδροβᾰσία
ἀνδροβᾰτέω >
ἀνδροβασμός
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
ἀνδρό-
Hsch.
senda
,
vereda
ὁδὸς ἀνδροβασμός
IEryth
.151.4.