δασμός, -οῦ, ὁ
1 reparto, división del botín
ἀτὰρ ἤν ποτε δ. ἵκηταιIl.1.166,
δ. δ' οὐκέτ' ἴσος γίνεταιThgn.678,
ἀλλ' ἔχει ὡς τὸ πρῶτον ἀπ' ἀρχῆς ἔπλετο δ.Hes.Th.425,
ὡς τὰ πρῶτα διάτριχα δ. ἐτύχθηh.Cer.86,
εἰς κοινὸν δασμόνPLond.1708.198 (VI d.C.), cf. Hsch.
2 tributo
ὁ Κύρος ἀπέπεμπε τοὺς γιγνομένους δασμοὺς βασιλεῖ ἐκ τῶν πόλεωνX.An.1.1.8,
δασμὸν τῆς πόλεως δὶς ἑπτὰ παῖδας ἀποστελλούσηςIsoc.10.27, cf. Pl.Lg.695d, 706b, I.BI 5.187, D.Chr.77/78.31, Plu.Thes.15, 17, 2.774c, Opp.H.3.199, Lib.Or.24.31, Hsch., Tz.ad Lyc.1232, Iust.Nou.28.4, 30.3
•c. gen. obj., ref. a la Esfinge
σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμόνS.OT 36,
δασμὸν τρίφ[υλ]ον ἠιθέωνS.Fr.730c.15
•como régimen de verb. que significan ‘pagar’
δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνειS.OC 635,
δασμὸν ἡμῖν φέρουσινX.An.5.5.10, cf. Cyr.4.6.9, Luc.Tox.44, D.C.62.3.3,
ἀποδοῦναι τὸν δασμόνX.Cyr.2.4.14,
ὑποτελέσειν διπλάσιον δασμόνLuc.Tox.55,
δασμὸν ... τελεῖνI.AI 13.246,
δασμὸν ... παρέχεινD.Chr.79.5
•dep. de αἰτέω y deriv.
τὸν συνήθη δασμὸν αἰτοῦσινrecaudan el tributo habitual I.BI 5.405,
δασμὸν ἀπαιτοῦσαI.AI 6.6,
ἐπὶ τὴν ἀπαίτησιν τῶν δασμῶνpara la recaudación de los tributos D.S.4.10
•fig.
τῇ γαστρὸς ἀνάγκῃ τὸν ὀφειλόμενον δασμὸν ἐπιμετρήσαςrindiendo el tributo debido a las necesidades del estómago Luc.Am.45, irón. de un discurso farragoso
ὑπήγετο ... τῷ δασμῷ τούτῳPhilostr.VS 540, ref. a los beneficios que la naturaleza otorga al hombre
αἰδέσθητι τὸν δασμὸν, ὃν λαμβάνεις παρὰ τῆς κτίσεωςThdt.M.83.585C.
• DMic.: ḍạ-so-mo.
• Etimología: De *δατ-σμός, cf. δατέομαι.