ἀποτροπιασμός, -οῦ, ὁ
1 rito apotropaico, conjuro Pythag.B 1a, PTeb.140 (I a.C.), Heraclit.All.15,
εἰς τὴν ... ἐρημίαν πέμπεται (ὁ ἔριφος) ἀποτροπιασμὸς ... τοῦ πλήθους παντὸς ὑπὲρ ἁμαρτημάτων ἐσόμενοςI.AI 3.241,
γυνὴ μάγος καὶ θείων μηνιμάτων ἀποτροπιασμοὺς ἐπαγγελλομένηAesop.56.3, cf. Sch.S.Ai.608, abominatio, Gloss.2.242.
2 talismán
χρῶνται (τῇ ἀσφάλτῳ) πρὸς τοὺς ἀποτροπιασμούςse sirven (de supuestos trozos del calafateado del Arca de Noé) como talismanes Beros.4c.