< ἑκατονταπλασιάζω
ἑκατονταπλάσιος >
ἑκατονταπλασιασμός
,
-οῦ, ὁ
multiplicación por ciento
,
centuplicación
c. gen.
ἀδελφῶν καὶ τέκνων
Origenes
Mart
.16.