ἀφηνιασμός, -οῦ, ὁ
1 de caballos resistencia a las riendas
πρὸς σκιρτήσεις ... καὶ τοὺς συνεχεῖς ἀφηνιασμούς εἰσι μάστιγεςPh.1.311, cf. Plu.2.371b, 451d.
2 de pers. rebelión
ὁπότε πλείων ἡ πρὸς τὰ ἐκτὸς ῥύμη καὶ φορὰ σὺν ἀφηνιασμῷ γίνοιτοPh.1.171.