ἐνδοιασμός, -οῦ, ὁ


duda, incertidumbre οἰωνὸς ... οὔτ' ἐνδοιασμοῦ δεόμενος augurio no sujeto a ninguna duda D.H.12.16, μέθοδοι δὲ σεμναὶ αἱ ... χωρὶς ἐνδοιασμοῦ ... λεγόμεναι Hermog.Id.1.6 (p.246), ἐνδοιασμοῖς τοῖς περὶ φορᾶς por las dudas acerca de la cosecha Ph.2.298, cf. Cyr.Al.Luc.2.119.1, Nil.Narr.6.17, cf. Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.42, ἀμφιβολία καὶ ἐ. Eust.754.39.