γυψωτής
γύης·
γύης
Γύης
ἀδευής
Ἀδεύης
ἀσκευής
*Αἰνοσκευής
*Ἀδμεύης
*Αἰνοσσευής
Ἀτιζύης
ἔκυης
Ἐξαμύης
Ἀκούης
ἀκολούης
Βρύης
ἀειβρῠής
αἱμορρυής
γονορρυής
γαλακτορρυής
ἀφῠής
διαφυής
ἀναφυής
δῐφυής
ἀρτῐφυής
ἐκφυής
ἐμφῠής
ἀσυμφυής
ἀγαθοφυής
ἀνθοφυής
ἐλαιοφυής
γῠναικοφυής
ἀλλοφυής
αἱμοφυής
ἀνομοφυής
ἀνθρωποφυής
ἀνδροφυής
δενδροφυής
ἀεροφυής
ἀκροφυής
ἀντροφυής
ἀφροφυής
ἀνισοφυής
δισσοφυής
ἀριστοφυής
αὐτοφυής
διχοφυής
ἀπροσφυής
δυσφυής
αἱμοχυής
ἀφῆς·
ἀβαφής
διβαφής
ἁλῐβᾰφής
ἀρτιβαφής
ἐμβαφής
ἁλουργοβαφής
ἀνθοβαφής
ἐλαιοβαφής
αἱμοβᾰφής
ἀκροβᾰφής
αὐτοβᾰφής
δρυοβαφής
γεωβαφής
ἀργιάφης·
βᾰθυσκᾰφής
ἀμφιλᾰφής
ἀναφής
Ἀνάφης
ἀσυναφής
γραφής