ἀσυμφυής, -ές
1 que no crece juntamente
μόριαPlacit.5.19.5
•extraño, ajeno c. dat.
τῇ κτίσειHsch.
2 antinatural del vicio, Clem.Al.Paed.2.10.87.
3 incompatible
τὰ ἐναντίαCyr.Al.M.73.197B,
φῶς καὶ σκότοςCyr.Al.M.68.437D.
μόριαPlacit.5.19.5
τῇ κτίσειHsch.
τὰ ἐναντίαCyr.Al.M.73.197B,
φῶς καὶ σκότοςCyr.Al.M.68.437D.