< δενδροφυέω
δενδρόφῠτος >
δενδροφυής
,
-ές
que es como un árbol
δενδροφυεῖς ἀναβλαστάνοντες
de los Coribantes
Lyr.Adesp
.67(b).7, cf. Hippol.
Haer
.5.7.4.