< αἱμοφόρυκτος
αἱμόφυρτος >
αἱμοφυής
,
-ές
• Morfología:
[voc. sg. ἡμωφυῆ
Suppl.Mag
.96A.25, E.ue.1, ἑμοφηεῖ
>ib
.96F.A.4]
nacido de la sangre
,
Suppl.Mag
.ll.cc.