< ἐμβαφή
ἐμβαφίας· >
ἐμβαφής
,
-ές
alquim.
templado
de metales
σὺν τῷ ἐλαίῳ, ἐμβαφῆ ποιεῖ αὐτὸν καὶ λιπαρὸν καὶ ἄνοσμον
Moses 309.9.