< αἱμοβᾰρής
αἱμοβόρος >
αἱμοβᾰφής
,
-ές
teñido de sangre
σφάγια
S.
Ai
.219,
τελαμῶνες
Sor.18.36,
αὐχήν
Nonn.
D
.2.52
•
neutr. subst. Eust.1895.34.